χημειομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χημειομετρία | οι | χημειομετρίες |
| γενική | της | χημειομετρίας | των | χημειομετριών |
| αιτιατική | τη | χημειομετρία | τις | χημειομετρίες |
| κλητική | χημειομετρία | χημειομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χημειομετρία < χημειο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χημειομετρία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
χημειομετρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.