χημειοφωταύγεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χημειοφωταύγεια | οι | χημειοφωταύγειες |
| γενική | της | χημειοφωταύγειας | των | χημειοφωταυγειών |
| αιτιατική | τη | χημειοφωταύγεια | τις | χημειοφωταύγειες |
| κλητική | χημειοφωταύγεια | χημειοφωταύγειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χημειοφωταύγεια < χημειο- + φωταύγεια
Ουσιαστικό
χημειοφωταύγεια και χημιφωταύγεια θηλυκό
- φωταύγεια που προκαλείται από χημικές αντιδράσεις
Μεταφράσεις
χημειοφωταύγεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.