χημικός

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /çi.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χημικός

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χημικός η χημική το χημικό
      γενική του χημικού της χημικής του χημικού
    αιτιατική τον χημικό τη χημική το χημικό
     κλητική χημικέ χημική χημικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χημικοί οι χημικές τα χημικά
      γενική των χημικών των χημικών των χημικών
    αιτιατική τους χημικούς τις χημικές τα χημικά
     κλητική χημικοί χημικές χημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
χημικός < λείπει η ετυμολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε χημ-εία + -ικός

Επίθετο

χημικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται στην επιστήμη της χημείας και τα υλικά σώματα από τη σκοπιά που τα εξετάζει η επιστήμη αυτή
    χημικό εργαστήριο, χημικές ιδιότητες

Συγγενικά

με χημικ-

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

 και δείτε τη λέξη χημεία

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χημικός οι χημικοί
      γενική του/της χημικού των χημικών
    αιτιατική τον/τη χημικό τους/τις χημικούς
     κλητική χημικέ χημικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χημικός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χημικός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.