chemia
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
chemia (pl) θηλυκό
- η χημεία
- το μάθημα
- η επιστήμη
- (μεταφορικά) η ερωτική και σεξουαλική έλξη
- (οικείο) η χημειοθεραπεία
- (οικείο) τα χημικά, τα φυτοφάρμακα
Συγγενικά
- chemiczka
- chemiczny
- chemik
- chemioterapia
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.