μεταλλοχημεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταλλοχημεία | οι | μεταλλοχημείες |
| γενική | της | μεταλλοχημείας | των | μεταλλοχημειών |
| αιτιατική | τη | μεταλλοχημεία | τις | μεταλλοχημείες |
| κλητική | μεταλλοχημεία | μεταλλοχημείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταλλοχημεία < μέταλλ(ο) + -ο- + χημεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metallochemistry)
Ουσιαστικό
μεταλλοχημεία θηλυκό
Μεταφράσεις
μεταλλοχημεία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.