chimica

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

  1. Η κλιτή μορφή : chimica < chimico
  2. Το ουσιαστικό : chimica < alchimia

Ουσιαστικό

chimica (it) θηλυκό

  1. η επιστήμη χημεία
  2. Η σχολή χημείας ενός πανεπιστημίου
  3. στον ενικό αριθμό το μάθημα της χημείας που διδάσκεται στα σχολεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.