κρυσταλλοχημεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρυσταλλοχημεία | οι | κρυσταλλοχημείες |
| γενική | της | κρυσταλλοχημείας | των | κρυσταλλοχημειών |
| αιτιατική | την | κρυσταλλοχημεία | τις | κρυσταλλοχημείες |
| κλητική | κρυσταλλοχημεία | κρυσταλλοχημείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρυσταλλοχημεία < κρύσταλλ(ο) + -ο- + χημεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική crystallochemistry
Ουσιαστικό
κρυσταλλοχημεία θηλυκό
- (χημεία) χημικός κλάδος που εξετάζει τον σχηματισμό, την ανάπτυξη ή τις ιδιότητες κρυσταλλικών δομών
-
Crystal chemistry στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.