ακτινοχημεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινοχημεία οι ακτινοχημείες
      γενική της ακτινοχημείας των ακτινοχημειών
    αιτιατική την ακτινοχημεία τις ακτινοχημείες
     κλητική ακτινοχημεία ακτινοχημείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακτινοχημεία < ακτίνα + χημεία

Ουσιαστικό

ακτινοχημεία θηλυκό

  • (χημεία), (ιατρική): ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος της πυρηνικής χημείας και Φυσικοχημείας με αντικείμενο μελέτης τις χημικές αντιδράσεις υπό την επίδραση ακτινοβολιών.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.