εκπαίδευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκπαίδευση οι εκπαιδεύσεις
      γενική της εκπαίδευσης* των εκπαιδεύσεων
    αιτιατική την εκπαίδευση τις εκπαιδεύσεις
     κλητική εκπαίδευση εκπαιδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπαιδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκπαίδευση < εκπαιδεύω + -ση < αρχαία ελληνική ἐκπαιδεύω < παιδεύω < παῖς

Προφορά

ΔΦΑ : /ekˈpe.ðef.si/

Ουσιαστικό

εκπαίδευση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.