μαγνητοχημεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγνητοχημεία οι μαγνητοχημείες
      γενική της μαγνητοχημείας των μαγνητοχημειών
    αιτιατική τη μαγνητοχημεία τις μαγνητοχημείες
     κλητική μαγνητοχημεία μαγνητοχημείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγνητοχημεία < μαγνήτης + χημεία

Ουσιαστικό

μαγνητοχημεία θηλυκό

  • κλάδος της χημείας που μελετά την επίδραση των μαγνητικών πεδίων στην ατομική και μοριακή δομή και τους τρόπους αξιοποίησής τους (π.χ. στην μικροβιολογική ανάλυση)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.