στερεοχημεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στερεοχημεία | οι | στερεοχημείες |
| γενική | της | στερεοχημείας | των | στερεοχημειών |
| αιτιατική | τη | στερεοχημεία | τις | στερεοχημείες |
| κλητική | στερεοχημεία | στερεοχημείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στερεοχημεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
(χημεία)
η στερεοχημεία θηλυκό
- η μελέτη της τρισδιάστατης δομής των χημικών ενώσεων (ουσιών)
- στερεοχημεία αντιδράσεων: η μελέτη της εξέλιξης της τρισδιάστατης δομής των χημικών ενώσεων (ουσιών) κατά την διάρκεια των χημικών αντιδράσεων
- η μελέτη των επιτρεπτών-επιτρεπόμενων (ανά συνθήκη ή άνευ) αναδιπλώσεων ή χωροταξικών διαφοροποιήσεων σε χημικές ενώσεις που επιτρέπουν κάτι τέτοιο
- η μελέτη του προσανατολισμού των χημικών ενώσεων στα υλικά
Μεταφράσεις
στερεοχημεία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.