χημειοεμβολισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χημειοεμβολισμός οι χημειοεμβολισμοί
      γενική του χημειοεμβολισμού των χημειοεμβολισμών
    αιτιατική τον χημειοεμβολισμό τους χημειοεμβολισμούς
     κλητική χημειοεμβολισμέ χημειοεμβολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χημειοεμβολισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χημειοεμβολισμός αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.