βρωματοχημεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βρωματοχημεία | οι | βρωματοχημείες |
| γενική | της | βρωματοχημείας | των | βρωματοχημειών |
| αιτιατική | τη | βρωματοχημεία | τις | βρωματοχημείες |
| κλητική | βρωματοχημεία | βρωματοχημείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βρωματοχημεία θηλυκό
Μεταφράσεις
βρωματοχημεία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.