χημία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | χημίᾱ | αἱ | χημίαι |
| γενική | τῆς | χημίᾱς | τῶν | χημιῶν |
| δοτική | τῇ | χημίᾳ | ταῖς | χημίαις |
| αιτιατική | τὴν | χημίᾱν | τὰς | χημίᾱς |
| κλητική ὦ! | χημίᾱ | χημίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χημίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χημίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χημία < Χημία < αρχαία αιγυπτιακά Kmt (μαύρη· έτσι ονόμαζαν οι Αιγύπτιοι τη χώρα τους Αίγυπτο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.