αλχημεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλχημεία οι αλχημείες
      γενική της αλχημείας των αλχημειών
    αιτιατική την αλχημεία τις αλχημείες
     κλητική αλχημεία αλχημείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλχημεία < (άμεσο δάνειο) γαλλική alchimie < μεσαιωνική λατινική alchemia < αραβική ال (al, “άρθρο”) + كِيمِيَاء (kīmiyā’) < ελληνιστική κοινή χυμεία < αρχαία ελληνική χύμα < χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /al.çiˈmia/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλχημεία

Ουσιαστικό

αλχημεία θηλυκό

  1. προδρομική, μυστικιστική επιστήμη που επικέντρωνε τις έρευνές της πάνω στην αναζήτηση τρόπων για την μετατροπή των ουσιών σε άλλες
  2. (μεταφορικά) προσπάθεια να λυθεί ένα πρόβλημα με ανορθόδοξες μεθόδους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.