γυαλόχαρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυαλόχαρτο τα γυαλόχαρτα
      γενική του γυαλόχαρτου των γυαλόχαρτων
    αιτιατική το γυαλόχαρτο τα γυαλόχαρτα
     κλητική γυαλόχαρτο γυαλόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυαλόχαρτο < γυαλί + χαρτί
ένα φύλλο γυαλόχαρτο

Ουσιαστικό

γυαλόχαρτο ουδέτερο

  • χαρτί με μικροσκοπικά κομμάτια γυαλιού κολλημένα στη μια του επιφάνεια που χρησιμοποιείται για το τρίψιμο επιφανειών ώστε να γίνουν λείες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.