γυαλόχαρτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γυαλόχαρτο | τα | γυαλόχαρτα |
| γενική | του | γυαλόχαρτου | των | γυαλόχαρτων |
| αιτιατική | το | γυαλόχαρτο | τα | γυαλόχαρτα |
| κλητική | γυαλόχαρτο | γυαλόχαρτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γυαλόχαρτο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)