μπακαλόχαρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπακαλόχαρτο τα μπακαλόχαρτα
      γενική του μπακαλόχαρτου των μπακαλόχαρτων
    αιτιατική το μπακαλόχαρτο τα μπακαλόχαρτα
     κλητική μπακαλόχαρτο μπακαλόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπακαλόχαρτο < μπακάλης + χαρτί

Ουσιαστικό

μπακαλόχαρτο ουδέτερο

  1. πρόχειρο χαρτί για το τύλιγμα των τροφίμων, που χρησιμοποιείται από μπακάληδες, κ.λπ.
  2. (μεταφορικά) έντυπο σε κακή κατάσταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.