μπακαλόχαρτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπακαλόχαρτο | τα | μπακαλόχαρτα |
| γενική | του | μπακαλόχαρτου | των | μπακαλόχαρτων |
| αιτιατική | το | μπακαλόχαρτο | τα | μπακαλόχαρτα |
| κλητική | μπακαλόχαρτο | μπακαλόχαρτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μπακαλόχαρτο ουδέτερο
- πρόχειρο χαρτί για το τύλιγμα των τροφίμων, που χρησιμοποιείται από μπακάληδες, κ.λπ.
- (μεταφορικά) έντυπο σε κακή κατάσταση
Μεταφράσεις
μπακαλόχαρτο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.