χαρτονένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρτονένιος η χαρτονένια το χαρτονένιο
      γενική του χαρτονένιου της χαρτονένιας του χαρτονένιου
    αιτιατική τον χαρτονένιο τη χαρτονένια το χαρτονένιο
     κλητική χαρτονένιε χαρτονένια χαρτονένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρτονένιοι οι χαρτονένιες τα χαρτονένια
      γενική των χαρτονένιων των χαρτονένιων των χαρτονένιων
    αιτιατική τους χαρτονένιους τις χαρτονένιες τα χαρτονένια
     κλητική χαρτονένιοι χαρτονένιες χαρτονένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαρτονένιος < χαρτόν(ι) + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /xaɾ.toˈne.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρτονένιος

Επίθετο

χαρτονένιος, -α, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.