στουπόχαρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στουπόχαρτο τα στουπόχαρτα
      γενική του στουπόχαρτου των στουπόχαρτων
    αιτιατική το στουπόχαρτο τα στουπόχαρτα
     κλητική στουπόχαρτο στουπόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στουπόχαρτο < στουπί + -ο- + χαρτί + -ο

Ουσιαστικό

στουπόχαρτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.