λαδόχαρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδόχαρτο τα λαδόχαρτα
      γενική του λαδόχαρτου των λαδόχαρτων
    αιτιατική το λαδόχαρτο τα λαδόχαρτα
     κλητική λαδόχαρτο λαδόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα φύλλο λαδόχαρτο.

Ετυμολογία

λαδόχαρτο < λάδι + χαρτί

Ουσιαστικό

λαδόχαρτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.