χάρτινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χάρτινος | η | χάρτινη | το | χάρτινο |
| γενική | του | χάρτινου | της | χάρτινης | του | χάρτινου |
| αιτιατική | τον | χάρτινο | τη | χάρτινη | το | χάρτινο |
| κλητική | χάρτινε | χάρτινη | χάρτινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χάρτινοι | οι | χάρτινες | τα | χάρτινα |
| γενική | των | χάρτινων | των | χάρτινων | των | χάρτινων |
| αιτιατική | τους | χάρτινους | τις | χάρτινες | τα | χάρτινα |
| κλητική | χάρτινοι | χάρτινες | χάρτινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χάρτινος < (ελληνιστική κοινή) χάρτινος <χαρτί < αρχαία ελληνική χάρτης
Επίθετο
χάρτινος
- από χαρτί
- Ας κάνουμε μια χάρτινη κατασκευή σαν σπίτι
- (κατ’ επέκταση) που δεν είναι σταθερός, που είναι ίσως και ψεύτικος, ευτελής, κακής ποιότητας
- χάρτινο το φεγγαράκι
- χάρτινος πύργος (αντίστοιχο του "πύργοι στην άμμο", που διαλύονται εύκολα)
- χαρτινοι τοίχοι (πολύ λεπτοί, "ψεύτικοι")
- Η πολυκατοικία κατέρρευσε γιατί ήταν χάρτινη (από υλικά κακής οιότητας)
- που ίσως δεν είναι ίσο με κάτι αντίστοιχο που έχει την ίδια ονομασία (π.χ. για νομίσματα)
- χάρτινη λίρα σε αντιδιαστολή προς τη χρυσή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.