χαρτένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαρτένιος | η | χαρτένια | το | χαρτένιο |
| γενική | του | χαρτένιου | της | χαρτένιας | του | χαρτένιου |
| αιτιατική | τον | χαρτένιο | τη | χαρτένια | το | χαρτένιο |
| κλητική | χαρτένιε | χαρτένια | χαρτένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαρτένιοι | οι | χαρτένιες | τα | χαρτένια |
| γενική | των | χαρτένιων | των | χαρτένιων | των | χαρτένιων |
| αιτιατική | τους | χαρτένιους | τις | χαρτένιες | τα | χαρτένια |
| κλητική | χαρτένιοι | χαρτένιες | χαρτένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaɾˈte.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐τέ‐νιος
Επίθετο
χαρτένιος, -α, -ο
- (προφορικό) χάρτινος
- ※ Κι όταν ήρθεν η ώρα του χωρισμού, αιστάνθηκα πως θα με πνίγανε δάκρυα, μα ο χαρτένιος θησαυρός που έσφιγγα στο χέρι μ' εγκαρδίωνε. (Κωστής Παλαμάς Παθήματα δικαστικού [διήγημα])
Μεταφράσεις
χαρτένιος
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.