χαρτοπαίχτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτοπαίχτης οι χαρτοπαίχτες
      γενική του χαρτοπαίχτη των χαρτοπαιχτών
    αιτιατική τον χαρτοπαίχτη τους χαρτοπαίχτες
     κλητική χαρτοπαίχτη χαρτοπαίχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτοπαίχτης < χαρτοπαίκτης με τροπή [kt] > [xt], χαρτο- + παίχτης [1] < (καθαρεύουσα) χαρτοπαικτῶ

Ουσιαστικό

χαρτοπαίχτης αρσενικό (θηλυκό χαρτοπαίκτρα, χαρτοπαίχτρια)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις χαρτί και παίζω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.