ντιβέχι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ντιβέχι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ντιβέχι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που ομιλείται κυρίως στα νησιά Μαλδίβες στον Ινδικό Ωκεανό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.