paper
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| paper | papers |
Ετυμολογία
- paper < παλαιά γαλλική papier < λατινική papyrus < αρχαία ελληνική πάπυρος
Ουσιαστικό
paper (en)
- (μη μετρήσιμο) το χαρτί, το λεπτό υλικό
- ↪ letter paper - χαρτί αλληλογραφίας
- ↪ wrapping paper - χαρτί περιτυλίγματος
- ↪ toilet/tissue paper - χαρτί τουαλέτας/υγείας
- ↪ graph paper - χαρτί μιλιμετρέ
- ↪ lined/plain paper - ριγωτό/αρίγωτο χαρτί
- ↪ glossy paper - γυαλιστερό χαρτί
- ↪ a sheet of paper - φύλλο χαρτιού
- ↪ on a separate sheet of paper - σε μια χωριστή κόλλα
- η εφημερίδα
- (μόνο ενικός) τα χαρτιά, κομμάτια χαρτί με γραφή πάνω τους, όπως επιστολές, εργασίες ή ιδιωτικά έγγραφα
- ↪ (identity) papers - χαρτιά (ταυτότητας)
- ↪ Are all your papers in order?
- Είναι όλα τα χαρτιά σου εντάξει;
- η επιστημονική εργασία, συνήθως εργασία που έχει περάσει από αξιολόγηση πριν την δημοσίευσή της
- ↪ He has authored a number of scientific papers.
- Έχει συγγράψει πλήθος επιστημονικών εργασιών.
- ↪ The calculations in this newly published paper make it clear that the conjecture is false.
- Οι υπολογισμοί σε αυτή την νεοδημοσιευμένη εργασία καθιστούν σαφές ότι η εικασία είναι εσφαλμένη.
- ↪ He has authored a number of scientific papers.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.