paper

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
paper papers

Ετυμολογία

paper < παλαιά γαλλική papier < λατινική papyrus < αρχαία ελληνική πάπυρος

Ουσιαστικό

paper (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το χαρτί, το λεπτό υλικό
    letter paper - χαρτί αλληλογραφίας
    wrapping paper - χαρτί περιτυλίγματος
    toilet/tissue paper - χαρτί τουαλέτας/υγείας
    graph paper - χαρτί μιλιμετρέ
    lined/plain paper - ριγωτό/αρίγωτο χαρτί
    glossy paper - γυαλιστερό χαρτί
    a sheet of paper - φύλλο χαρτιού
    on a separate sheet of paper - σε μια χωριστή κόλλα
  2. η εφημερίδα
     συνώνυμα: newspaper
  3. (μόνο ενικός) τα χαρτιά, κομμάτια χαρτί με γραφή πάνω τους, όπως επιστολές, εργασίες ή ιδιωτικά έγγραφα
    (identity) papers - χαρτιά (ταυτότητας)
    Are all your papers in order?
    Είναι όλα τα χαρτιά σου εντάξει;
  4. η επιστημονική εργασία, συνήθως εργασία που έχει περάσει από αξιολόγηση πριν την δημοσίευσή της
    He has authored a number of scientific papers.
    Έχει συγγράψει πλήθος επιστημονικών εργασιών.
    The calculations in this newly published paper make it clear that the conjecture is false.
    Οι υπολογισμοί σε αυτή την νεοδημοσιευμένη εργασία καθιστούν σαφές ότι η εικασία είναι εσφαλμένη.

Πηγές



Βασκικά (eu)

Ουσιαστικό

paper (eu)



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

paper (ca)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.