χάρτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χάρτης | οι | χάρτες |
| γενική | του | χάρτη & χάρτου |
των | χαρτών |
| αιτιατική | τον | χάρτη | τους | χάρτες |
| κλητική | χάρτη | χάρτες | ||
| Ο δεύτερος τύπος γενικής ενικού, λόγιος. Σε λόγιους όρους όπως εμπόριο χάρτου, επί χάρτου. | ||||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

χάρτης της Κρήτης

οδικός χάρτης
Ετυμολογία
- χάρτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χάρτης (ρολό παπύρου για γράψιμο), σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική carta & από την αγγλική chart < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης,[1] αναδανεισμός → δείτε τις λέξεις χάρτα και χαρτί
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxaɾ.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χάρ‐της
Ουσιαστικό
χάρτης αρσενικό
- γεωγραφική απεικόνιση της γης, ή ευρύτερου τόπου, πάνω σε χαρτί
- ↪ γεωγραφικός χάρτης, αστρονομικός χάρτης του γαλαξία μας
- η σημείωση στοιχείων και πληροφοριών πάνω σε γεωγραφικό χάρτη
- ↪ τουριστικός χάρτης, κλιματολογικός χάρτης, πολιτικός χάρτης
- η διακήρυξη, το καταστατικό
- → δείτε και τη λέξη χάρτα
- (λόγιο, σε εκφράσεις) το χαρτί (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο χάρτης)
- ↪ εμπόριο χάρτου
Εκφράσεις
- ασκήσεις επί χάρτου
- επί χάρτου
- σβήνω απ' το χάρτη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γεωγραφικός χάρτης
|
καταστατικός χάρτης
|
Αναφορές
- χάρτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | χάρτης | οἱ | χάρται |
| γενική | τοῦ | χάρτου | τῶν | χαρτῶν |
| δοτική | τῷ | χάρτῃ | τοῖς | χάρταις |
| αιτιατική | τὸν | χάρτην | τοὺς | χάρτᾱς |
| κλητική ὦ! | χάρτᾰ | χάρται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χάρτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χάρταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χάρτης < χαράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (χαράσσω). Σύμφωνα με ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χάρτης αρσενικό
Συγγενικά
- χαρτίον
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- χάρτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χάρτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.