πισσόχαρτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πισσόχαρτο τα πισσόχαρτα
      γενική του πισσόχαρτου των πισσόχαρτων
    αιτιατική το πισσόχαρτο τα πισσόχαρτα
     κλητική πισσόχαρτο πισσόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πισσόχαρτο < πίσσα + -ο- + χαρτί + -ο

Ουσιαστικό

πισσόχαρτο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.