τηλέφωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τηλέφωνο | τα | τηλέφωνα |
| γενική | του | τηλεφώνου & τηλέφωνου |
των | τηλεφώνων |
| αιτιατική | το | τηλέφωνο | τα | τηλέφωνα |
| κλητική | τηλέφωνο | τηλέφωνα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τηλέφωνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική telephone + -ο ή από τη γαλλική téléphone < διαγλωσσική ορολογία tele- < αρχαία ελληνική τῆλε + φωνή (τηλέ- + -φωνο)[1]

Ενσύρματο τηλέφωνο.

Ασύρματο τηλέφωνο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiˈle.fo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λέ‐φω‐νο
Ουσιαστικό
τηλέφωνο ουδέτερο
- (συσκευή) ασύρματη ή ενσύρματη, με την οποία μπορούμε να συνομιλούμε με κάποιον απομακρυσμένο συνομιλητή
- η εγκατάσταση μιας τηλεφωνικής συσκευής και η σύνδεσή της με το τηλεφωνικό δίκτυο που παρέχει τη δυνατότητα για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις· η τηλεφωνική σύνδεση
- ↪ δεν πλήρωσα το λογαριασμό και μου έκοψαν το τηλέφωνο
- ο αριθμός κλήσης ενός συνδρομητή μιας τηλεφωνικής εταιρείας
- ↪ πες μου το τηλέφωνό σου να το γράψω στην ατζέντα μου
- (μεταφορικά) το τηλέφωνο ντουζιέρας, ο καταιονητήρας
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τηλέφωνο
Αναφορές
- τηλέφωνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.