καρτοτηλέφωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρτοτηλέφωνο | τα | καρτοτηλέφωνα |
| γενική | του | καρτοτηλεφώνου & καρτοτηλέφωνου |
των | καρτοτηλεφώνων |
| αιτιατική | το | καρτοτηλέφωνο | τα | καρτοτηλέφωνα |
| κλητική | καρτοτηλέφωνο | καρτοτηλέφωνα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρτοτηλέφωνο < κάρτα + -ο- + τηλέφωνο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cardphone
Ουσιαστικό
καρτοτηλέφωνο ουδέτερο
- (νεολογισμός) τηλεφωνική συσκευή τοποθετημένη συνήθως σε δημόσιους χώρους, η οποία λειτουργεί με τη χρήση και χρέωση προπληρωμένης κάρτας
- είδος τηλεφωνικής σύνδεσης της κινητής τηλεφωνίας που λειτουργεί με προπληρωμένη χρέωση και όχι με σύνδεση
Μεταφράσεις
καρτοτηλέφωνο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.