ντουζιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ντουζιέρα | οι | ντουζιέρες |
| γενική | της | ντουζιέρας | — | |
| αιτιατική | την | ντουζιέρα | τις | ντουζιέρες |
| κλητική | ντουζιέρα | ντουζιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ντουζιέρα θηλυκό
- ξεχωριστή περιοχή του μπάνιου ή ανοικτού χώρου με ντουζ και σημείο συγκέντρωσης των νερών
Μεταφράσεις
ντουζιέρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.