σύνδεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύνδεση οι συνδέσεις
      γενική της σύνδεσης* των συνδέσεων
    αιτιατική τη σύνδεση τις συνδέσεις
     κλητική σύνδεση συνδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύνδεση < αρχαία ελληνική σύνδεσις

Ουσιαστικό

σύνδεση θηλυκό

  1. η ένωση δυο ή περισσότερων πραγμάτων
    Σύνδεση δυο καλωδίων.
    Σύνδεση δυο πόλεων (μέσω ενός δρόμου).
     συνώνυμα: σύζευξη, συνένωση
  2. η επικοινωνία με το διαδίκτυο ή μια ιστοσελίδα
    Σύνδεση στο Facebook.
    Σύνδεση στο Ίντερνετ.
  3. η συσχέτιση μεταξύ δυο ή περισσότερων πραγμάτων
    Η αστυνομία βρήκε μια σύνδεση μεταξύ των δυο φόνων.
  4. (προγραμματισμός) η συσχέτιση ενός ονόματος (μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ) με μια οντότητα (κώδικας ή δεδομένα) ενός προγράμματος
    συνώνυμο: δέσμευση


Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.