τηλεχειριστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τηλεχειριστήριο | τα | τηλεχειριστήρια |
| γενική | του | τηλεχειριστήριου | των | τηλεχειριστήριων |
| αιτιατική | το | τηλεχειριστήριο | τα | τηλεχειριστήρια |
| κλητική | τηλεχειριστήριο | τηλεχειριστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

διάφορα τηλεχειριστήρια
Ετυμολογία
- τηλεχειριστήριο < τηλε- + χειριστήριο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική telecontrol)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.le.çi.ɾisˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐χει‐ρι‐στή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
τηλεχειριστήριο ουδέτερο
- μικρή συσκευή με την οποία μπορείς να χειριστείς από απόσταση μια τηλεόραση ή παρόμοιες συσκευές
Ταυτόσημο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τηλεχειρίζομαι
Μεταφράσεις
τηλεχειριστήριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.