σταθερό τηλέφωνο
Νέα ελληνικά (el)

Πολυλεκτικός όρος
σταθερό τηλέφωνο ουδέτερο
- (τηλεπικοινωνίες) τηλεφωνική συσκευή που είναι ενσύρματα συνδεδεμένη σε τηλεφωνικό δίκτυο
- ↪ το οικιακό ασύρματο ή ενσύρματο τηλέφωνο είναι σταθερό τηλέφωνο και υπάγεται στη σταθερή τηλεφωνία
- ※ Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ενώ είχε αφοσιωθεί στην τηλεόραση και σε μια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία, χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο. Το σήκωσε στο τρίτο κουδούνισμα, γιατί χρειάστηκε προηγουμένως να χαμηλώσει την ένταση στην τηλεόραση (Γιώργος Συμπάρδης, Μεγάλες γυναίκες, εκδ. Μεταίχμιο, 2015)
- ≠ αντώνυμα: κινητό τηλέφωνο
-
Landline στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- σταθερός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.