καταιονητήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καταιονητήρας | οι | καταιονητήρες |
| γενική | του | καταιονητήρα | των | καταιονητήρων |
| αιτιατική | τον | καταιονητήρα | τους | καταιονητήρες |
| κλητική | καταιονητήρα | καταιονητήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το σύστημα καταιονητήρων είναι ένα από τα μέσα ενεργητικής πυροπροστασίας που υπάρχουν στα κτίρια.
Ετυμολογία
- καταιονητήρας < αρχαία ελληνική καταιονάω / καταιονῶ, καταιονη- + -τήρας [1]
Ουσιαστικό
καταιονητήρας αρσενικό
- συσκευή ντους, λουσίματος ή πλυσίματος του σώματος με νερό στο λουτρό
- συσκευή πυρόσβεσης, καταιονισμού
- ※ Οι καταιονητήρες τοποθετούνται κάτω από την οροφή, κάτω από την εσχάρα ανάρτησης σκηνικών, στο υποσκήvιo, στους βοηθητικούς χώρους, στα καμαρίνια, στις αποθήκες και στα εργαστήρια που η χρήση τους είναι συνυφασμένη με τη λειτουργία της σκηνής. Καταιονητήρες πρέπει να τοποθετούνται στην περίμετρο όλων των ανοιγμάτων που αφήνονται στο πάτωμα της σκηνής. (ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 41, Κανονισμός Πυροπροστασίας Κτιρίων. Τεύχος Α’ 80/07.05.2018, σελ. 7870)
- συσκευή υποκλυσμού
Μεταφράσεις
Αναφορές
- καταιονητήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.