τηλεφωνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεφωνία οι τηλεφωνίες
      γενική της τηλεφωνίας των τηλεφωνιών
    αιτιατική την τηλεφωνία τις τηλεφωνίες
     κλητική τηλεφωνία τηλεφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηλεφωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική téléphonie < telephone < αρχαία ελληνική τῆλε + φωνή

Ουσιαστικό

τηλεφωνία θηλυκό

  1. οι επιστημονικές, τεχνικές, εμπορικές και εφαρμοστικές γνώσεις γύρω από την χρήση τηλεφώνου
  2. ο εμπορικός τηλεφωνικός κλάδος, η τηλεφωνική βιομηχανία, το σύνολο των εταιρειών που ασχολούνται με την παροχή-παραγωγή τηλεφώνων και τηλεφωνικών δικτύων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.