θυροτηλέφωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θυροτηλέφωνο | τα | θυροτηλέφωνα |
| γενική | του | θυροτηλεφώνου & θυροτηλέφωνου |
των | θυροτηλεφώνων |
| αιτιατική | το | θυροτηλέφωνο | τα | θυροτηλέφωνα |
| κλητική | θυροτηλέφωνο | θυροτηλέφωνα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θυροτηλέφωνο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
