σπαθί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπαθί τα σπαθιά
      γενική του σπαθιού των σπαθιών
    αιτιατική το σπαθί τα σπαθιά
     κλητική σπαθί σπαθιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπαθί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπαθίν < ελληνιστική κοινή σπαθίον < αρχαία ελληνική σπάθη[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)peh₂- + *dʰeh₁-

Προφορά

ΔΦΑ : /spaˈθi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπαθί

Ουσιαστικό

σπαθί ουδέτερο

  1. όπλο που αποτελείται από μια μακριά, κοφτερή και, συνήθως, ατσάλινη λεπίδα που έχει προσαρμοστεί σε ειδική λαβή
  2. (συνεκδοχικά) μάχη, πόλεμος
      Αν κι ήτανε Φράγκος, αγαπούσε τη χώρα που 'χε παρμένη με το σπαθί, σα να 'τανε πατρίδα του. (Φώτης Κόντογλου Η Καρύταινα [διήγημα])
  3. (χαρτοπαίγνιο) χαρτί της τράπουλας με μαύρο χρώμα που φέρει το σήμα του τριφυλλιού (♣)
  4. (μεταφορικά) άτομο εμπιστοσύνης που συμπεριφέρεται σωστά και με τιμιότητα

Συνώνυμα

Επίσης δείτε:

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • με το σπαθί μου: με την προσωπική προσπάθεια και αξία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.