σπαθιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαθιά οι σπαθιές
      γενική της σπαθιάς των σπαθιών
    αιτιατική τη σπαθιά τις σπαθιές
     κλητική σπαθιά σπαθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπαθιά < σπαθί + -ιά

Ουσιαστικό

σπαθιά θηλυκό

  1. χτύπημα που καταφέρεται με σπαθί
  2. το τραύμα που προκαλεί ένα τέτοιο χτύπημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.