ακινάκης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακινάκης< αρχαία ελληνική ἀκινάκης

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακινάκης οι ακινάκες
      γενική του ακινάκη των ακινακών
    αιτιατική τον ακινάκη τους ακινάκες
     κλητική ακινάκη ακινάκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

δημώδες:

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακινάκης οι ακινάκηδες
      γενική του ακινάκη των ακινάκηδων
    αιτιατική τον ακινάκη τους ακινάκηδες
     κλητική ακινάκη ακινάκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ακινάκης αρσενικό

  • είδος αρχαίου περσικού ξίφους• κοντό ίσιο ξίφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.