ξεσπάθωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεσπάθωμα | τα | ξεσπαθώματα |
| γενική | του | ξεσπαθώματος | των | ξεσπαθωμάτων |
| αιτιατική | το | ξεσπάθωμα | τα | ξεσπαθώματα |
| κλητική | ξεσπάθωμα | ξεσπαθώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεσπάθωμα < ξεσπαθώνω
Ουσιαστικό
ξεσπάθωμα ουδέτερο
- το να βγάζει κάποιος το σπαθί από το θηκάρι
- το να υπερασπίζεται κάποιος με ζήλο μία αρχή ή το συμφέρον του ή έναν άλλον άνθρωπο
Μεταφράσεις
ξεσπάθωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.