σπαθόσεγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπαθόσεγα | οι | σπαθόσεγες |
| γενική | της | σπαθόσεγας | των | σπαθόσεγων |
| αιτιατική | τη | σπαθόσεγα | τις | σπαθόσεγες |
| κλητική | σπαθόσεγα | σπαθόσεγες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_AIRMAN_First_Class_(A1C)_David_Hines%252C_20th_Civil_Engineering_Squadron%252C_uses_a_Jig_saw_to_construct_a_rifle_rack_during_Operational_Readiness_Exercise_Sea_Lion_02_-_DPLA_-_1ee14dee3ff097cb7a59d14a34c558b8.jpeg.webp)
Χρήση σπαθόσεγας από άνδρα της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ.
Ετυμολογία
- σπαθόσεγα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sabre saw.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε σπαθ(ί) + -ό- + σέγα
Ουσιαστικό
σπαθόσεγα θηλυκό
- σπαθασέγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.