σπαθόσεγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαθόσεγα οι σπαθόσεγες
      γενική της σπαθόσεγας των σπαθόσεγων
    αιτιατική τη σπαθόσεγα τις σπαθόσεγες
     κλητική σπαθόσεγα σπαθόσεγες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χρήση σπαθόσεγας από άνδρα της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ.

Ετυμολογία

σπαθόσεγα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sabre saw.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε σπαθ(ί) + -ό- + σέγα

Ουσιαστικό

σπαθόσεγα θηλυκό

  • σπαθασέγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.