club
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
club
clubs
club
(en)
η
λέσχη
, ο
σύλλογος
↪
a
club
member
- μέλος
λέσχης
↪
an athletic
club
- αθλητικός
σύλλογος
το
κλαμπ
, το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
≈
συνώνυμα
:
nightclub
το
ρόπαλο
, το
γκλομπ
(
χαρτοπαίγνιο
)
το
σπαθί
Ρήμα
ενεστώτας
club
γ΄
ενικό
ενεστώτα
clubs
αόριστος
clubbed
παθητική μετοχή
clubbed
ενεργητική
μετοχή
clubbing
club
(en)
χτυπάω
με ρόπαλο
↪
They killed him by
clubbing
him.
Τον σκότωσαν
χτυπώντας
τον
με ρόπαλο
.
Συντομομορφή
club
(en)
(
μαθηματικά
)
ένα
κλειστό
και
μη φραγμένο
σύνολο
(
cl
osed and
u
n
b
ounded
set
)
Πηγές
club (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
club (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
club
clubs
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
club
(fr)
αρσενικό
η
λέσχη
φαρδιά και βαθειά δερμάτινη
πολυθρόνα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.