club

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
club clubs

club (en)

  1. η λέσχη, ο σύλλογος
    a club member - μέλος λέσχης
    an athletic club - αθλητικός σύλλογος
  2. το κλαμπ, το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
     συνώνυμα: nightclub
  3. το ρόπαλο, το γκλομπ
  4. (χαρτοπαίγνιο) το σπαθί

Ρήμα

ενεστώτας club
γ΄ ενικό ενεστώτα clubs
αόριστος clubbed
παθητική μετοχή clubbed
ενεργητική μετοχή clubbing

club (en)

  • χτυπάω με ρόπαλο
    They killed him by clubbing him.
    Τον σκότωσαν χτυπώντας τον με ρόπαλο.

Συντομομορφή

club (en)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
club clubs

Προφορά

 

Ουσιαστικό

club (fr) αρσενικό

  1. η λέσχη
  2. φαρδιά και βαθειά δερμάτινη πολυθρόνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.