σπάθη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπάθη οι σπάθες
      γενική της σπάθης των σπαθών
    αιτιατική τη σπάθη τις σπάθες
     κλητική σπάθη σπάθες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπάθη < αρχαία ελληνική σπάθη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sph₂-dʰ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈspa.θi/

Ουσιαστικό

σπάθη θηλυκό

  1. άλλη μορφή του σπαθί
  2. είδος σπαθιού, με καμπύλη ή ευθεία λεπίδα
  3. εξάρτημα αργαλειού

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.