σπαθάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπαθάτος | η | σπαθάτη | το | σπαθάτο |
| γενική | του | σπαθάτου | της | σπαθάτης | του | σπαθάτου |
| αιτιατική | τον | σπαθάτο | τη | σπαθάτη | το | σπαθάτο |
| κλητική | σπαθάτε | σπαθάτη | σπαθάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπαθάτοι | οι | σπαθάτες | τα | σπαθάτα |
| γενική | των | σπαθάτων | των | σπαθάτων | των | σπαθάτων |
| αιτιατική | τους | σπαθάτους | τις | σπαθάτες | τα | σπαθάτα |
| κλητική | σπαθάτοι | σπαθάτες | σπαθάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /spaˈθa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐θά‐τος
Επίθετο
σπαθάτος, -η, -ο
- (προφορικό) που κουβαλά σπαθί
- (για πρόσωπα)
- που είναι ψηλός και αδύνατος
- (ειδικότερα) ο καστανός στη χαρτομαντεία
Μεταφράσεις
που κουβαλά σπαθί
|
→ δείτε τη λέξη σπαθοφόρος |
ο ψηλός και αδύνατος
|
|
ο καστανός στην χαρτομαντική
|
|
Αναφορές
- σπαθάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.