σπαθάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαθάτος η σπαθάτη το σπαθάτο
      γενική του σπαθάτου της σπαθάτης του σπαθάτου
    αιτιατική τον σπαθάτο τη σπαθάτη το σπαθάτο
     κλητική σπαθάτε σπαθάτη σπαθάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαθάτοι οι σπαθάτες τα σπαθάτα
      γενική των σπαθάτων των σπαθάτων των σπαθάτων
    αιτιατική τους σπαθάτους τις σπαθάτες τα σπαθάτα
     κλητική σπαθάτοι σπαθάτες σπαθάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπαθάτος < σπαθ(ί) + -άτος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /spaˈθa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπαθάτος

Επίθετο

σπαθάτος, -η, -ο

  1. (προφορικό) που κουβαλά σπαθί
  2. (για πρόσωπα)
  1. που είναι ψηλός και αδύνατος
  2. (ειδικότερα) ο καστανός στη χαρτομαντεία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.