λεπίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεπίδα | οι | λεπίδες |
| γενική | της | λεπίδας | των | λεπίδων |
| αιτιατική | τη | λεπίδα | τις | λεπίδες |
| κλητική | λεπίδα | λεπίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεπίδα < αρχαία ελληνική λεπίς < λέπω
Ουσιαστικό
λεπίδα θηλυκό
- το έλασμα κοφτερού οργάνου
- το μαχαίρι έχει λεπίδα
- (ειδικότερα) το ξυραφάκι
- ο υαλοκαθαριστήρας
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.