λεπίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεπίδα οι λεπίδες
      γενική της λεπίδας των λεπίδων
    αιτιατική τη λεπίδα τις λεπίδες
     κλητική λεπίδα λεπίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεπίδα < αρχαία ελληνική λεπίς < λέπω

Ουσιαστικό

λεπίδα θηλυκό

  1. το έλασμα κοφτερού οργάνου
    το μαχαίρι έχει λεπίδα
  2. (ειδικότερα) το ξυραφάκι
  3. ο υαλοκαθαριστήρας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.