σπαθολόγχη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπαθολόγχη | οι | σπαθολόγχες |
| γενική | της | σπαθολόγχης | των | σπαθολογχών |
| αιτιατική | τη | σπαθολόγχη | τις | σπαθολόγχες |
| κλητική | σπαθολόγχη | σπαθολόγχες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /spa.θoˈlon.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐θο‐λό‐γχη
Αναφορές
- σπαθολόγχη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.