σπαθολόγχη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαθολόγχη οι σπαθολόγχες
      γενική της σπαθολόγχης των σπαθολογχών
    αιτιατική τη σπαθολόγχη τις σπαθολόγχες
     κλητική σπαθολόγχη σπαθολόγχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπαθολόγχη < σπάθ(η) + -ο- + λόγχη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sword bayonet[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /spa.θoˈlon.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπαθολόγχη

Ουσιαστικό

σπαθολόγχη θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.