τράπουλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τράπουλα | οι | τράπουλες |
| γενική | της | τράπουλας | των | τραπουλών |
| αιτιατική | την | τράπουλα | τις | τράπουλες |
| κλητική | τράπουλα | τράπουλες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾapula/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρά‐που‐λα
Ουσιαστικό
τράπουλα θηλυκό
- (χαρτοπαίγνιο) ένα σύνολο από 52 (ή άλλον αριθμό) καρτών / τραπουλόχαρτων, με τα οποία παίζονται διάφορα παιχνίδια (τύχης ή ικανοτήτων) ή χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς
Συγγενικά
Υπώνυμα
Εκφράσεις
- κόβω την τράπουλα
- ξαναμοιράζω την τράπουλα: (μεταφορικά) κάνω αναδιανομή αρμοδιοτήτων ή ρόλων
- Παίζει με σημαδεμένη τράπουλα:
- (κυριολεκτικά) χαρτοκλέβει
- (μεταφορικά) προσπαθεί να εξαπατήσει
-
τράπουλα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.