σπαθωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαθωτός η σπαθωτή το σπαθωτό
      γενική του σπαθωτού της σπαθωτής του σπαθωτού
    αιτιατική τον σπαθωτό τη σπαθωτή το σπαθωτό
     κλητική σπαθωτέ σπαθωτή σπαθωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαθωτοί οι σπαθωτές τα σπαθωτά
      γενική των σπαθωτών των σπαθωτών των σπαθωτών
    αιτιατική τους σπαθωτούς τις σπαθωτές τα σπαθωτά
     κλητική σπαθωτοί σπαθωτές σπαθωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπαθωτός < σπάθ(η) + -ωτός [1][2]

Επίθετο

σπαθωτός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σπαθωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σπάθη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.