γιαταγάνι
Νέα ελληνικά (el)

γιαταγάνια
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γιαταγάνι | τα | γιαταγάνια |
| γενική | του | γιαταγανιού | των | γιαταγανιών |
| αιτιατική | το | γιαταγάνι | τα | γιαταγάνια |
| κλητική | γιαταγάνι | γιαταγάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιαταγάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yatağan < παλαιά τουρκική (ρίζα) yat- (σκύβω, γέρνω, απ’ όπου προκύπτουν και οι συγγενικές λέξεις yatmak (ξαπλώνω), yatak (κρεβάτι), yatay (οριζόντιος) κ.λπ.)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝa.taˈɣa.ni/
Ουσιαστικό
γιαταγάνι ουδέτερο
- είδος πλατιού και καμπυλωτού σπαθιού, που χρησιμοποιούσαν στους πολέμους μουσουλμανικοί λαοί από τον 16ο ως τον 19ο αι.
-
γιαταγάνι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.