τριφύλλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τριφύλλι | τα | τριφύλλια |
| γενική | του | τριφυλλιού | των | τριφυλλιών |
| αιτιατική | το | τριφύλλι | τα | τριφύλλια |
| κλητική | τριφύλλι | τριφύλλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τριφύλλι < ελληνιστική τριφύλλιον < αρχαία ελληνική τρίφυλλον
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾiˈfi.li/
Ουσιαστικό
τριφύλλι ουδέτερο
- ποώδες φυτό χαμηλού ύψους, του οποίου το φύλλο αποτελείται από τρία μικρότερα
- ↪ είναι τυχερός όποιος βρει το τετράφυλλο τριφύλλι
- (αθλητισμός) ο ελληνικός αθλητικός σύλλογος Παναθηναϊκός (λόγω του εμβλήματός του)
Εκφράσεις
- ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι (ειρωνικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.